Ἀριστοτελικῶν

Ἀριστοτελικῶν
Ἀριστοτελικός
follow
fem gen pl
Ἀριστοτελικός
follow
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • ετεροίωση — η (Α ἑτεροίωσις) [ετεροιώ] μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. 1. η μεταβολή, η μετατροπή ενός πράγματος σε άλλο 2. η μετάβαση από το ομοιογενές στο ετερογενές, η μετατροπή ομοίων σε ανόμοια 3. η σχέση διαφοράς μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών που ταυτίζονται… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει …   Dictionary of Greek

  • Αθηναγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Συρακούσιος, που έζησε την εποχή της εκστρατείας των Αθηναίων εναντίον της Σικελίας (415 π.Χ.). Όταν έφτασαν οι πρώτες ειδήσεις για την εκστρατεία αυτή στις Συρακούσες, οι κάτοικοι δεν πίστεψαν τον Ερμοκράτη του… …   Dictionary of Greek

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”